ζώπυρο

ζώπυρο
το
1. κομμάτι αναμμένου κάρβουνου χωμένο στη στάχτη για να χρησιμεύσει ως προσάναμμα, σπέρμα φωτιάς.
2. ό,τι ζωογονεί και εμψυχώνει: Τα ζώπυρα του ελληνισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζωπυρώ — ζωπυρώ, έω (AM, Μ και όω) [ζώπυρος] 1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο 2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω μσν. μέσ. ζωπυροῡμαι, όομαι φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ αρχ. 1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω 2. επαυξάνω 3. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • ζωπύρειος — ζωπύρειος, ἡ (Α) [Ζώπυρος] είδος φαρμάκου που ονομάστηκε έτσι από τον γιατρό Ζώπυρο …   Dictionary of Greek

  • ζωπύρημα — ζωπύρημα, τὸ (Α) [ζωπυρώ] ζώπυρο, σπινθήρας …   Dictionary of Greek

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”