- ζώπυρο
- το1. κομμάτι αναμμένου κάρβουνου χωμένο στη στάχτη για να χρησιμεύσει ως προσάναμμα, σπέρμα φωτιάς.2. ό,τι ζωογονεί και εμψυχώνει: Τα ζώπυρα του ελληνισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.